- υποτροπίη
- ἡ, Αφρ. «ὑποτροπίη πολέμοιο» — αλλαγή, μεταστροφή στην εξέλιξη τής μάχης (Απολλ. Ρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ὑποτροπή με κατάλ. -ίη / -ία (πρβλ. ἐντροπή: ἐντροπία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποτροπίῃ — ὑποτρόπιος under the keel fem dat sg (epic ionic) ὑποτροπίη turning fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτροπίην — ὑποτρόπιος under the keel fem acc sg (epic ionic) ὑποτροπίη turning fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)